υδροζιγκίτης

υδροζιγκίτης
ο, Ν
(ορυκτ.) ένυδρο ανθρακικό ορυκτό τού ψευδαργύρου, αλλ. ζιγκονίσης ή ζιγκονίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hydrozincit < γερμ. Hydrozinkit (< υδρ[ο]-* + Zink «τσίγκος, ψευδάργυρος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζιγκονίτης ή ζιγκονίσης — Ορυκτό ένυδρο υδροανθρακικό άλας ψευδαργύρου. Εμφανίζεται με τη μορφή λευκής ή γκριζωπής σκόνης και παρουσιάζει πολλές αναλογίες με τον σμιθσονίτη και ιδιαίτερα με την καλαμίνα. Ο ζ. ονομάζεται επίσης υδροζιγκίτης, φυσική καδμία, γεώδης καλαμίνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”